στον Δημοσθένη Χρονόπουλο*
Η γυναίκα αυτή λέγεται Αριάδνη Μανδράνη το γένος Ταμπακοπούλου και είναι αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής της Σμύρνης από τους Τούρκους το 1922. Είναι 95 ετών και ζει χωρίς διακοπή εδώ στα Χανιά όπου παντρεύτηκε έκανε 3 παιδιά απέκτησε 6 εγγόνια και 4 δισέγγονα. Με την συνέντευξη αυτή δεν θέλουμε να ξύσουμε παλιές πληγές η να εξάψουμε εθνικιστικά πάθη . Αυτός δεν είναι ο σκοπός μας . Αυτός δεν είναι σκοπός μας. Αυτό που θέλουμε είναι να μάθουν οι νεότεροι και να θυμηθούν οι παλιότεροι. Γιατί οι λαοί που δεν έχουν ιστορία δεν έχουν ούτε μέλλον.
Πως ήταν η οικογένεια σας και τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας;
Γιαγιά: Είχα 8 αδέρφια πολλά από αυτά πέθαναν μικρά. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, εμπορευόταν σταφίδες, λάδι και μετάξι. Επίσης ήταν αρχιερατικός επίτροπος στην Μητρόπολη Σμύρνης.
Σε ποιο μέρος της Μικράς Ασίας;
Γιαγιά: Το χωριό που έμενα, το έλεγαν Πάρσα και ήταν 50 χιλιόμετρα μακριά από την Σμύρνη.
Πως ήταν η ζωή στην Μικρά Ασία;
Γιαγιά: Ήταν πολύ ευχάριστα. Ενώ ήμασταν μέσα στην Τουρκία μπορούσαμε και τηρούσαμε όλα τα χριστιανικά ήθη και έθιμα. Το Πάσχα στολίζαμε τα επιτάφια. Δεν φοβόμασταν τους Τούρκους. Ήμασταν καλύτεροι Χριστιανοί ακόμα και από τους Αθηναίους.
Πως ήταν η σχέση Ελλήνων και Τούρκων;
Γιαγιά: Καλή μέχρι που ήρθε ο Ελληνικός στρατός.
Υπήρχε πολύς Ελληνικός πληθυσμός στην Σμύρνη;
Γιαγιά: Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Υπήρχαν παροικίες και προξενεία από άλλες Ευρωπαικές χώρες, υπήρχαν και Τούρκοι ειδικά στην Σμύρνη, αλλά ήταν πολύ λιγότεροι από τους Έλληνες.
Οι Έλληνες της Μικρά Ασίας ήταν ευσεβείς;
Γιαγιά: Ναι ήταν πολύ ευσεβείς. Μπορεί να ζούσαμε μέσα στην Τουρκία αλλά τηρούσαμε όλα τα Χριστιανικά ήθη και έθιμα. Γιορτάζαμε όλες τις γιορτές χωρίς να φοβούμαστε τους Τούρκους. Δεν μας ενοχλούσαν, αλλά και οι Τούρκοι γιόρταζαν όλες τις γιορτές τους χωρίς να τους ενοχλούμε εμείς.
Ήταν μεγάλη και πλούσια πόλη η Σμύρνη;
Γιαγιά: Ναι και είχαμε πολλές και μεγάλες εκκλησίες όπως η Αγία Φωτεινή.
Ποια ήταν τα προάστια της Σμύρνης;
Γιαγιά: Ο Κατσαμπάς, η Μαγνησία και το Κορδελιό.
Τι ένιωσες όταν ήρθε ο Ελληνικός στρατός στη Σμύρνη;
Γιαγιά: Ήμουν στην Σμύρνη όταν ήρθε ο Ελληνικός στρατός. Υπήρχε ένα ξενοδοχείο που το έλεγαν η Μικρά Ασία από εκεί είδαμε τον Ελληνικό στρατό, με τους τσολιάδες και τα άλογα . Χτυπούσαν οι καμπάνες. Μετά πήγαμε στο σπίτι του στρατιώτη από εκεί πήραμε σοκολάτες και γλυκά . Είχαμε δικαίωμα γιατί ο αδερφός μου ήταν εθελοντής στον Ελληνικό στρατό.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Σμύρνη έκαναν αγριότητες;
Γιαγιά: Έκαναν πολλές. Κρέμασαν τον πάτερα μου, χωρίς να τους βλάψει καθόλου και άλλους πολλούς τελείως αθώους Έλληνες, για να τους πάρουν τις περιουσίες . Έπιασαν τον Επίσκοπο Σμύρνης Χρυσόστομο και τον έσερναν στον δρόμο, χτυπώντας τον μέχρι που τον σκότωσαν. Ο Έλληνας αρμοστής του πρότεινε να φύγει για την Ελλάδα αλλά αυτός έμεινε για να συμμεριστεί την μοίρα του ποιμνίου του. Αυτά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ . Ο πατέρας μου πίστευε πως όταν θα έρχονταν στην Ελλάδα θα του επέστρεφαν την περιουσία του και η οικογένεια του θα ξαναγίνονταν όπως ήταν πριν. Όταν όμως οι Τούρκοι ξεχώριζαν ποιος θα φύγει και ποιος θα πεθάνει, ο Τούρκος που ξεχώριζε τον κράτησε για να του πάρει την περιουσία . Αυτός ο Τούρκος ήταν από το χωριό μας. Εγώ έκλαψα , προσπάθησα κάτι να πω . Ο πατέρας μου είπε να μην πω τίποτα αλλά να θυμάμαι πως είμαι Ελληνίδα.
Όταν μας άφησαν, η μητέρα μου βρήκε έναν Τούρκο, Χατζημουσταφά τον έλεγαν και του ζήτησε να μας βοηθήσει. Αυτός συνεργαζόταν με τον πατέρα μου στο εμπόριο. Αυτός μας ζήτησε το καλάθι με τα χρυσαφικά και τα ασημικά που είχαμε για να μας βοηθήσει και να σωθεί ο πατέρας μου. Ο Τούρκος πήρε το καλάθι και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα, η μητέρα μου είδε πολλούς κρεμασμένους, σκεπασμένους με σεντόνια . Από τότε δεν ξαναείδαμε τον πατέρα μας. Αυτά πρέπει να γραφούν. Δεν θα ξεχάσω όσο ζω.
Ποιος ήταν ο ρόλος των Δυτικών, των Αμερικάνων, των Άγγλων και των Γάλλων;
Γιαγιά: Αυτοί παρακολουθούσαν τη σφαγή από τα πλοία. Οι Τούρκοι πυροβολούσαν και σκότωναν τους δικούς μας. Μόνο όταν πλησίαζαν πολύ οι δικοί μας στα πλοία κολυμπώντας τότε σήκωναν την σημαία οι δυτικοί και τους άφηναν να σωθούν. Παιδιά, οικογένειες προσπαθούσαν να μπουν μέσα στα πλοία. Οι Τούρκοι περνούσαν με τα αυτοκίνητα και τους έσπαγαν χέρια και πόδια. Μόνο στα πλοία έβρισκαν σωτηρία οι Έλληνες.
Εσείς πως σωθήκατε;
Γιαγιά: Εγώ ήμουν 17 χρονών κορίτσι. Έβαλα ένα τσεμπέρι στο κεφάλι μου και μεταμφιέστηκα σε γριά. Τους νέους άνδρες και γυναίκες τους σκότωναν και τους αιχμάλωτους μέσα στην Τουρκία. Μόνο τους γέρους άφηναν να πάνε στην Ελλάδα. Έπαιρναν ότι πολύτιμο είχαμε . Έτσι μπήκαμε στο πλοίο εγώ η μητέρα μου, οι δυο αδερφές μου και ο αδερφός μου ο Ορέστης.
Τι νοσταλγείς από την Μικρά Ασία;
Γιαγιά: Νοσταλγώ την ευημερία. Ήταν ευλογία Θεού εκεί ! Υπήρχαν μηλιές βερικοκιές, κυδωνιές και ποτάμια. Η ζωή μου ήταν γεμάτη χαρά και τραγούδια. Ο ερχομός του Ελληνικού στρατού, ήταν η αφορμή που οι Τούρκοι μας μίσησαν και μας κατάσφαξαν αργότερα.
Θα ήθελες να γυρίσεις πίσω στη Σμύρνη;
Γιαγιά: Θα ήθελα ακόμα και τώρα να ξαναπάω. Οι κόρες μου και ο αδερφός μου ο Ορέστης πήγαν και είδαν το σπίτι μας. Ο αδερφός μου, όταν πήγε του έδωσαν και έναν χωροφύλακα μαζί του. Ο Τούρκος που συνάντησε, του είπε πως έφαγε ψωμί από τον πατέρα, του έκανε μέχρι και τραπέζι του αδερφού μου του Ορέστη. Έβγαλε και μια φωτογραφία με το σπίτι μας.
Πολέμησαν συγγενείς σου στον Μικρασιατικό πόλεμο;
Γιαγιά: Ο άλλος αδερφός μου ο Μάριος, πολέμησε και τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Τούρκοι. Μετά από λίγο γύρισε ζωντανός αλλά ταλαιπωρημένος.
Πως θέλετε να κλείσουμε αυτήν την συνέντευξη;
Γιαγιά: Με ένα τραγούδι:
Σμύρνη πατρίδα μου γλυκιά
Χαριτωμένη χώρα
Για να σε βγάλω από το νου
Ποτέ δεν θα έρθει η ώρα
Σαν άστρο γλυκοφωτιστό
Θα λάμπεις στην ψυχή μου
Παρηγοριά στην Θλίψη μου
Και ελπίδα στην ζωή μου.
_______________
* Η συνέντευξη είναι απομαγνητοφώνηση και δημοσιεύθηκε στην Χανιώτικη Εφημερίδα “Αγώνας της Κρήτης” της Τετάρτη 30 Αυγούστου του 2000.