Κ. Κωνσταντινίδης*
Το Μάη του 1847 μια παρέα από φοιτητές δοκίμασε ν' ανεβή στην κορυφή της Πεντέλης. Την περιγραφή που την παίρνω από την εφημερίδα της εποχής εκείνης, βάζω παρακάτω.
Οι πειότεροι που θα τη διαβάσουνε θα γελάσουν εις βάρος τους! Όμως πρέπει να φανταστούνε τους ληστές όξω απ' την αθήνα, τη νεολαία νάναι όλο επανάσταση και ιδέα, όλο τον κόσμο να φιλολογά μέσ' τα σαλόνια κλεισμένο και τους ποιητές να θένε την αγάπη τους "φθισιώσαν και στα σάβανα ντυμένη" και τότε θα τους πουν ένα μεγάλο-μεγάλο μπράβο.
"...Μόλις επανήλθον από της αποστολικής εις το Σούνιον περιηγήσεως, μόλις απετίναξα την κόνιν των ποδών και διεσκέδασα τον πόνον της πεζοδρομίας, συνέλαβον όρεξιν νέαν προς νέαν περιοδείαν. Όθεν συμβουλευθείς μετ' ού ΄πολύ και τινας των συμφοιτητών, μεθ' ών επεσκέφθην τα περί το Σούνιον, εύρον αυτούς κατ' ευχήν προθύμους, και ούτω προθύμως απεφασίσθη η εις την Πεντέλη εκδρομή. Περί τον όρθρον λοιπόν της παρελθούσης Κυριακής συνηντήθημεν εις την πλατείαν του Πανεπιστημίου έτοιμοι πάντες, καλλίτερα φέροντες εφόδια, ακριβέστερον γνωρίζοντες και την απόστασιν και την οδόν, και τους μυώνας των ποδών και των κημών άριστα ήδη αισθανόμενοι ησκημένους. Η επιτροχάδην γινομένη ενταύθα μνεία της ηθικής και φυσικής ημών καταστάσεως δεν θέλει, νομίζω, υποληφθή περιττόν τι πλεόνασμα, άμα ως ληφθή υπ' όψιν, ότι σπουδασταί ημείς, διάγοντες καθεστηκυίαν ως επί το πολύ ζωήν, ένεκα του είδους των εργασιών ημών, γλίσχροι το βαλάντιον, αλλά πλούσιοι τας επιθυμίας, επιχειρούμεν τοιούτους πολυώρους περιπάτους, εν μέσω των λεπτογαίων αττικών πεδιάδων.
Η ώρα εκρίθη κατάλληλος εις πορείαν, και ο ζωογόνος αήρ της πρωϊας και η ερατεινή θέα του ορίζοντος συνεμάχουν προς τον προκείμενον σκοπόν.
Όθεν περί το λυκαυγές διαβάντες τους Αμπελοκήπους εφθάσαμεν εις την κώμην Χαλάνδρι, κειμένην παρά την Κηφισσίαν εις πεδίον ελαιόδενδρον, και έχουσαν θέσιν ικανώς τερπνήν. Ενταύθα δεν απηντήσαμεν ουδέν αρχαίον μνημείον, αλλ' από της κώμης ταύτης εθεωρήσαμεν το Πεντελικόν όρος, το οποίον, υπόμελαν την χροιάν, φαίνεται μακρόθεν εν μορφή μεγίστου αετώματος. Οδεύσαντες δ' εντεύθεν εφθάσαμεν, ανατέλλοντος του ηλίου εις την Μονήν της Πεντέλης. Το γηραιόν τούτο κτίριον, κείμενον παρά τους πρόποδας του όρους, εν μέσω κοιλάδος αδένδρου, συνίσταται εκ μικράς εκκλησίας και τινων κελλίων χρησίμων προς κατοικίαν μοναχών ή και τινων έξωθεν ερχομένων χάριν ευλαβείας.
Αναπαυθέντες ολίγων ειςτην σκιάν των ελαιών και των φιλυρών, αίτινες κοσμούσι την περιοχήν του μοναστηρίου, και την εωθινήν αναπνεύσαντες αύραν επεσκέφθημεν ύστερον τους δύο αγροτικούς οίκους της δουκίσσης της Πλακεντίας. Μετά την επίσκεψιν της επαύλεως ταύτης εισέβημεν την οδόν των λατομείων του Πνετελικού όρους.
Μετά είκοσι περίπου λεπτών περίπατον απηντήσαμεν πλατείάν τινα δεξαμενήν, πληρουμένην από τα νάματα της παραρρεούσης πηγής. Το ευάρεστον της θέσεως, η σκιά δασυφύλλων λευκών και ο θόρυβος της αύρας και του καταπίπτοντος ύδατος, μας προσέφερον δροσερόν σταθμόν, και ύστερον προέβημεν εις τους πρόποδας του καλλιμαρμάρου όρους. Η άνοδος είναι κατεσπαρμένη από συντρίμματα μαρμάρου, ών η επισώρευσις και το μέγεθος των τεμαχίων αυξάνουσιν εφ' όσον τις πλησιάζει εις το λατομείον. Ταύτα δ' ευρίσκονται εν διαφόροις πλευραίς του όρους, και ιδίως εν ταις υληλοτέραις, καθ' άς ληγει η αρχαία λιθόστρωτος άνοδος. Τα αρχαία λατομεία διακρίνονται των νεωτέρων, καθότι ταύτα ανορύσσονται δυνάμει της καταστρεπτικής πυρικόνεως, εισδυούσης βαθέως εις τα σπλάγχνα του βράχου, και ανασπώσης αμόρφους όγκους μαρμάρων. [...]
Εξακολουθήσαντες δε την ανάβασιν, και προσηλούντες την προσοχήν εις τα καθ' οδόν αντικείμενα, και πως επιλανθανόμενοι του κόπου της αναβάσεως και του καύσωνος της ημέρας, εφθάσαμεν εις σπλήλαιον κείμενον υπό τας κορυφάς του όρους, και καλούμενον Πεντελικόν σπήλαιον. Προ της εισόδου αυτού υπράχουσιν εκκλησίδιον και παρακείμενα κατοικήματα χρησιμεύοντα φαινομένως προς ενδιαίτησιν εργατπών. Εισλεθόντες εις το σπήλαιον τούτο, κρατούντες ανημμένα κηρία, προέβημεν εις είδος πλατείας αιθούσης, εκτεινομένης προς τα έσω, και ένεκα του επιπολάζοντος σκότους και της στενότητος των μυχών μη δηλούσης το πέρας της. Το σπήλαιον τούτο, αρχαίον ομοίως λατομείον, κοσμούμενον ήδη από περιέργους σταλακτίτας, δεν έχει ούτε το μέγεθος, ούτε τους περιελιγμούς, ούτε τους ποικιλόσχημους σταλακτίτας του εις τα πέριξ της Κερατέας ευρισκομένου σπηλαίου.
Ενδεκάτη ήτο η ώρα, ότ' εξελθόντες εκ του σπηλαίου εξηπλώθημεν επί κατασκίου πρασιάς και εθεώμεθα τον πέριξ πλατύν και ζωγραφικόν όρίζοντα. Το θάλπος της εγγιζούσης μεσημβρίας, η επικρατούσα γενική ησυχία, διακοπτομένη από το μονότονον των τετίγων τερέτισμα, και ηώρα του γεύματος επέθετον το τέρμα της περιοδείας ημών, και η περί επιστροφής πρότασις εκυκλοφόρει. Το κατ' εμέ, το τέρμα της οδού δεν υπήρχεν ενταύθα, και εις το πνεύμα μου διηγείρετο μέριμνα άλλη. Επεθύμουν τωόντι να φθάσω μέχρι του τέρματος της προκειμένης περιοδείας, αλλά το τέρμα τούτοεπερατούτο όπου και η εις την κορυφήν του όρους ανάβασις. Αλλά πού ήτο η κορυφή αύτη; εκεί άνωθεν ημών, άνω της πρώτης κορυφής, ήν διεδέχετοδευτέρα, και μετά ταύτην ετέρα, και τελευταίον η υψίστη, προς ήν έτεινον οι οφθαλμοί μου. Επεθύμουν όμως να μεταδώσω, ει δυνατόν, τον πόθον μου είς τινας ή είς τινα των συντρόφων, καθότι η μονήρης ανάβασις ερήμου και μονήρους όρους, εν μέσω μεσημβρίας, δεν μ' εφαίνετο ευάρεστον πράγμα, και καθότι αι εν μέσω των βουνών μονήρεις συναπαντήσεις μυστηριωδών ανθρώπων δεν εμπνόυσι πάντοτε, παρ' ημίν, εμπιστοσύνην. Τέλος κατώθρωσα να παραλάβω ένα των ραθυμούντων φίλων, και ήρχισα ευθύμως την τραχείαν άνοδον, χωρίς όμως να παύσω ενθαρρύνων τον συναναβάτην, ούτινος η προθυμία ήρχιζεν εκ πρώτης αφετηρίας να χαλαρούται. Μετ' ολίγον στραφείς προς τα οπίσω παρετήρησα ευχαρίστως, ότι είχον, αρχίσει και έτεροί τινες των ημετέρων ν' αναβαίνωσι τας ανωμάλους ατραπούς και να προχωρώσι προς τα άνω. Ανακράζων τότε τους αναβαίνοντας και δεικνύων αυτοίς ευβατοτέρας ατραπούς εξηκολούθουν την ανάβασιν, ήτις δεν μ' εφαίνετο αληθώς αύκολος. Επί τέλους, έθεσα πρώτος τον πόδα επί της υψίστης κορυφής, και είδον οι οφθαλμοί μου και εχαιρέτησα μετ' αγαλλιάσεως τον Μαραθώνα! Είχον φθάσει εις το ποθούμενον τέρμα. .. .. .. .. ..
Ο εκ της κορυφής του όρους τούτου αναπετασσόμενος ενώπιον του θεατού ορίζων είναι κυκλοτερής και μέγας, και υπ' ουδενός διακόπτεται κωλύματος. Ο υψαύχην Υψηττός προς ανατολάς και ο θηριοτρόφος (!) Πάρνης από βορρά, ταπεινούσι τας κορυφάς (!) αυτών ενώπιον της του Πεντελικού κορυφής, και αφίνουσι το βλέμμα να πλανηθή ελευθέρως και πέραν αυτών. Επί της κορυφής του Πεντελικού ίστατο, κατά Παυσανίαν, το άγαλμα της Αθηνάς. Ιδέα λαμπρά και σημαίνουσα την εποπτείαν της προστατευούσης την Αττικήν θεότητος. Η Αττική μετά των βουνών, των λόφων, των πεδιάδων, της ακροπόλεως, του άστεως, του ελαιώνος, των παραλίων και των θαλασσών αυτής, καταφαίνεται αυτόθεν ως μέγιστον και μαγευτικόν πανόραμα. Εάν τείνης βλέμμα πέραν του Υμηττού, ανακαλύπτεις πεδιάδας και λόφους και την θάλασσαν ήτις λούει το Σούνιον. Εάν θεωρήσης πέραν του Κορυδαλού, βλέπεις την θάλασσαν ήτις βρέχει τας ακτάς της Σαλαμίνος και της Ελευσίνος, εκείθεν τον Κηθαιρώνα, και εις τα βάθη τον Ισθμόν της Κορίνθου. Ο Πάρνης και επέκεινα του Πάρνηθος συγχεόμεναι με το κυανούν του ουρανού και των ορέων αι πεδιάδες της Βοιωτίας χάνονται εις την έκτασιν, υπό δε τους πρόποδας του Πεντελικού ο Μαραθών και η θάλασσα, τα όρη της Ευβοίας και πάλιν το πέλαγος... Το θέαμα τούτο είναι μεστόν ποιήσεως και αρμονίας και ιστορικών ενθυμήσεων.
Όσα δε ο Παυσανίας και έτεροι αρχαιολόγοι και περιηγηταί αναφέρουσιν αξιοπερίεργα, ως προς την τοπογραφίαν του Μαραθώνος, ταύτα δεν εφαίνοντο βεβαίως ως προς ημάς, αλλά μόνον εκ συμπερασμού προσδιωρίζοντο. Αλλά καθισταμένης τότε δυσχεροούς μερικής εις τον Μαραθώνα περιοδείας, δεν επληρούϊτο ικανώς ο τοιούτος πόθος, και δεν δύναμαι να είπω σήμερον ότι εχαιρέτησα τον Μαραθώνα.
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ..
Εν τούτοις ο ενθουσιασμός των συνοδοιπόρων ηλαττούτο, καθ' όσον και ο ηλιακός καύσων εύξανεν επί της φαλακράς κορυφής του όρους μεσούσης της ημέρας. Απευθύναντες λοιπόν τον αποχαιρετισμόν ημών εις τον Μηδοκτόνον Μαραθώνα ελάβομεν την προς την κάτω οδόν.
Μετά περίπου ημισείας ώρας κάθοδον απηντήσαμεν (δεν ενθυμούμαι το όνομα της θέσεως) σωρείαν βράχων ούτω διατεθειμένων, ώστε κατά τύχην εύρομεν αυτού εμφωλεύουσαν περίεργον ηχώ! Η ηχώ αύτη επανεφώνει είς τινας ημών 20 και 25 βήματα περιϊσταμένους πουλυσυλλάβους λέξεις, και τινας συντόμους φράσεις σφώς και καθαρώς.
Περί την δείλην επεστρέφομεν οίκαδε".ΣΗΜ.
*"Εκδομικών". - Τα αποσιωπητικά εννοούν πως σ' εκείνο τομέρος της περιγραφής βρίσκονται περιττές φλυαρίες εκείνου που την κάνει.
**(το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΕΚΔΡΟΜΙΚΑ", 12/1930, σελ. 13.)